παιδοτριβικός

παιδοτριβικός
παιδοτριβικός, -ή, -όν (Α) [παιδοτρίβης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιδοτρίβη
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοτριβική
η παλαιστική, η τέχνη τής πάλης.
επίρρ...
παιδοτριβικῶς (Α)
σαν παιδοτρίβης («ἀλλ' εὖ λέγεις καὶ παιδοτριβικῶς ταυταγί», Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παιδοτριβικῆς — παιδοτριβικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοτριβικῇ — παιδοτριβικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοτριβική — παιδοτριβικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοτριβικήν — παιδοτριβικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοτριβικῶς — παιδοτριβικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”